put away

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας put away
γ΄ ενικό ενεστώτα puts away
αόριστος put away
παθητική μετοχή put away
ενεργητική μετοχή putting away

Ετυμολογία [επεξεργασία]

put away < → δείτε τις λέξεις put και away

Ρήμα[επεξεργασία]

put away (en)

  1. βάζω κάτι στην άκρη
    Put the tools away.
    Βάλε τα εργαλεία στην άκρη.
  2. βάζω χρήματα στην άκρη, αποταμιεύω
    Have you put any (money) away?
    Έχεις βάλει τίποτα στην άκρη;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη save

Πηγές[επεξεργασία]