put away
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | put away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts away |
αόριστος | put away |
παθητική μετοχή | put away |
ενεργητική μετοχή | putting away |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
put away (en)
- βάζω κάτι στην άκρη
- ↪ Put the tools away.
- Βάλε τα εργαλεία στην άκρη.
- ↪ Put the tools away.
- βάζω χρήματα στην άκρη, αποταμιεύω
Πηγές[επεξεργασία]
- put away - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη