Μετάβαση στο περιεχόμενο

put out

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας put out
γ΄ ενικό ενεστώτα puts out
αόριστος put out
παθητική μετοχή put out
ενεργητική μετοχή putting out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
put out <  δείτε τις λέξεις put και out

put out (en)

  1. (μεταβατικό) βγάζω, τοποθετώ κάτι όπου θα γίνει αντιληπτό και θα χρησιμοποιηθεί
    παράδειγμα  Please, can you put out the clothes for me?
    Mπορείς, σε παρακαλώ, να μου βγάλεις έξω; (να απλώσεις) τα ρούχα;
  2. (μεταβατικό) βγάζω (κάτι, κάποιον) από τη θέση του (με τη σημασία της απομάκρυνσης, της παύσης, της εξάρθρωσης, του τραυματισμού)
    παράδειγμα  Be careful or you'll put your eyes out with those scissors!
    Πρόσεξε να μη βγάλεις το μάτι σου μ' αυτό το ψαλίδι!
  3. (μεταβατικό) σβήνω φωτιά, τσιγάρο κτλ.
    παράδειγμα  The firefighters put out the fire.
    Οι πυροσβέστες έσβησαν τη φωτιά.
     συνώνυμα: extinguish
  4. (μεταβατικό) παράγω
  5. (μεταβατικό) μεταδίδω (εκπομπή), εκδίδω ή κυκλοφορώ (βιβλίο, μουσικό άλμπουμ κ.λπ.), βγάζω
    παράδειγμα  I am putting out a newspaper.
    Βγάζω μια εφημερίδα.
  6. (αμετάβατο, αργκό, αμερικανική σημασία) συναινώ σε σεξουαλική επαφή, πηδιέμαι, «κάθομαι» να με πηδήξουν (συνήθως για γυναίκες)
    παράδειγμα  She came to my place yesterday, but she finally didn't put out.
    Ήρθε (αυτή) στο σπίτι μου, αλλά τελικά δεν μου κάθησε.