Μετάβαση στο περιεχόμενο

put back

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας put back
γ΄ ενικό ενεστώτα puts back
αόριστος put back
παθητική μετοχή put back
ενεργητική μετοχή putting back

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
put back <  δείτε τις λέξεις put και back

put back (en)

  1. βάζω πίσω, βάζω κάτι στη συνηθισμένη του θέση ή στη θέση που βρισκόταν πριν μεταφερθεί
      Put it back in its place!
    Βάλ' το πίσω στη θέση του!
  2. ρίχνω πίσω, αλλάζω κάτι σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία
      The strike put back production.
    Η απεργία έριξε πίσω την παραγωγή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay
  3. βάζω πίσω, κινώ τους δείκτες ενός ρολογιού στη σωστή προηγούμενη ώρα
      I put the clock back 1 hour.
    Βάζω πίσω το ρολόι 1 ώρα.