put down to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | put down to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts down to |
αόριστος | put down to |
παθητική μετοχή | put down to |
ενεργητική μετοχή | putting down to |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
put down to (en)
- καταλογίζω κάτι σε, θεωρώ ότι κάτι προκαλείται από κάτι