Platz
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- (βοήθεια·αρχείο)
Platz (de) αρσενικό
- πλατεία
- die Hauptstraße mündet auf diesen Platz - ο κεντρικός δρόμος βγαίνει στην πλατεία
- θέση
- der Platz ist nicht frei - η θέση δεν είναι ελεύθερη