stage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stage | stages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stage (en)
- η σκηνή του θεάτρου
- ⮡ Not now, I am on stage.
- Όχι τώρα, βρίσκομαι επί σκηνής.
- ⮡ Not now, I am on stage.
- το στάδιο, (φάση, βαθμίδα μιας εξελικτικής διαδικασίας)
- το επίπεδο σε ένα παιχνίδι
- η παλιά επιβατική άμαξα που εκτελεί δρομολόγια
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stage | stages |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- stage < μεσαιωνική λατινική stagium < παλαιά γαλλική estage (διαμονή)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stage (fr) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- stage - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- stage - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online