stage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
stage stages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stage (en)

  1. η σκηνή του θεάτρου
    ⮡  Not now, I am on stage.
    Όχι τώρα, βρίσκομαι επί σκηνής.
  2. το στάδιο, (φάση, βαθμίδα μιας εξελικτικής διαδικασίας)
  3. το επίπεδο σε ένα παιχνίδι
  4. η παλιά επιβατική άμαξα που εκτελεί δρομολόγια
     συνώνυμα: stagecoach

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
stage stages

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stage < μεσαιωνική λατινική stagium < παλαιά γαλλική estage (διαμονή)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /staʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stage (fr) αρσενικό

  1. το σταζ
  2. η πρακτική άσκηση
  3. η μαθητεία