stage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stage stages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stage (en)

  1. η σκηνή του θεάτρου
  2. το στάδιο, (φάση, βαθμίδα μιας εξελικτικής διαδικασίας)
  3. το επίπεδο σε ένα παιχνίδι
  4. η παλιά επιβατική άμαξα που εκτελεί δρομολόγια
     συνώνυμα: stagecoach

Πηγές[επεξεργασία]

  • stage - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • stage - Oxford Learner's Dictionaries



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stage stages

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stage < μεσαιωνική λατινική stagium < παλαιά γαλλική estage (διαμονή)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /staʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stage (fr) αρσενικό

  1. σταζ
  2. πρακτική άσκηση

Πηγές[επεξεργασία]