stage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stage | stages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stage (en)
- η σκηνή του θεάτρου
- το στάδιο, (φάση, βαθμίδα μιας εξελικτικής διαδικασίας)
- το επίπεδο σε ένα παιχνίδι
- η παλιά επιβατική άμαξα που εκτελεί δρομολόγια
Πηγές[επεξεργασία]
- stage - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- stage - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stage | stages |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stage < μεσαιωνική λατινική stagium < παλαιά γαλλική estage (διαμονή)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stage (fr) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- stage - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- stage - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online