άμαξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άμαξα | οι | άμαξες |
γενική | της | άμαξας & αμάξης |
των | αμαξών |
αιτιατική | την | άμαξα | τις | άμαξες |
κλητική | άμαξα | άμαξες | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος, στην έκφραση εξ αμάξης. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άμαξα < αρχαία ελληνική ἅμαξα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άμαξα θηλυκό
- (μέσο μεταφορών) όχημα με τροχούς που έλκεται συνήθως από άλογο
- όχημα ως τμήμα μιας αμαξοστοιχίας
- (αστερισμός) η Μεγάλη Άρκτος
[επεξεργασία]
- αμαξ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
(Χρειάζεται επεξεργασία)
- αμαξάδα
- αμαξάδικο
- αμαξάδικος
- αμαξάκι
- αμαξάλογο
- αμαξάρα
- αμαξάς
- αμαξηλάτης
- αμαξιάτικα
- αμαξίδιο
- αμαξιτός
- αμαξοδηγός
- αμαξοκαραγωγέας
- αμαξοπηγός
- αμαξοποιείο
- αμαξοποιία
- αμαξοποιός
- αμαξόπορτα
- αμαξοσπάστης
- αμαξοστασιάρχης
- αμαξοστάσιο
- αμαξοστοιχία
- αμαξοτροχιά
- αμαξουργείο
- αμαξουργία
- αμαξουργός
- αμαξοφόρτωμα
- αμάξωμα
- αμαξωτός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- του έσυρε τα εξ αμάξης: τον πρόσβαλλε, τον έβρισε
- ο τελευταίος τροχός της αμάξης: λέγεται για πρόσωπα ασήμαντα, χωρίς αρμοδιότητες ή εξουσία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' και με λόγια γενική ενικού -ης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)