εξ αμάξης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξ αμάξης < αρχαία ελληνική ἐξ ἁμάξης[1]

Έκφραση[επεξεργασία]

εξ αμάξης ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  1. βρισιές κυρίως υποτιμητικές
    άκουσε πάλι τα εξ αμάξης για τα ατοπήματά του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

σέρνω τα εξ αμάξης

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. η φράση προήλθε από τη συνήθεια που είχαν οι γυναίκες, που επέστρεφαν από τα Ελευσίνια Μυστήρια πάνω σε άμαξες, να κάνουν σχόλια στους περαστικούς με περιπαικτικά, καυστικά ακόμα και υβριστικά λόγια· πβ. και την εξήγηση από το λεξικό Σούδα: τὰ ἐκ τῶν ἁμαξῶν σκώμματα: ἐπὶ τῆς ἁμάξης ὀχούμεναι αἱ γυναῖκες αἱ τῶν Ἀθηναίων, ἐπὰν εἰς τὰ Ἐλευσίνια ἐβάδιζον εἰς τὰ μεγάλα μυστήρια, ἐλοιδόρουν ἀλλήλας ἐν τῇ ὁδῷ: τοῦτο γὰρ ἦν ἔθος αὐταῖς.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]