Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατσαδιάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατσαδιάζω < κατσάδα + -ιάζω < βενετική cazzada

κατσαδιάζω

  1. (προφορικό) μαλώνω, επιπλήττω
     Με κατσάδιασε επειδή έπαιζα με το κινητό την ώρα του μαθήματος.
  2. (προφορικό) κάνω έντονη παρατήρηση σε κάποιον, μαλώνω με έντονο τρόπο
     Η προπονήτρια κατσάδιασε τον αθλητή της, λόγω επανειλημμένης ανυπακοής του, στις συμβουλές της για την ασφάλειά του.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]