βενετικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βενετικά | ||
γενική | των | βενετικών | ||
αιτιατική | τα | βενετικά | ||
κλητική | βενετικά | |||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βενετικά < μεσαιωνική ελληνική βενετικά < βενετικός < λατινική Venetia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βενετικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κωδικός: vec
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
βενετικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βενετικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βενετικά
- βενετικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού