πόστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόστα | οι | πόστες |
γενική | της | πόστας | των | (ποστών) |
αιτιατική | την | πόστα | τις | πόστες |
κλητική | πόστα | πόστες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόστα θηλυκό
- (γενικότερα) ταχυδρομείο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) νομέας πλοίου
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ο φορτωτήρας πλοίου που χρησιμοποιείται σε φορτοεκφόρτωση
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η βάρδια - ομάδα λιμενεργατών που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση, ανά φορτωτήρα, ή κύτος (αμπάρι), επί του πλοίου ή από προβλήτα.
- ομάδα εργατών φορτοεκφόρτωσης τρένου, ανά συρμό ή βαγόνι
- τρένο διανομής ταχυδρομείου, αργό, που σταματά σε όλους τους σταθμούς
- το ποσό σε χρήματα ή μάρκες που καταθέτει ο χαρτοπαίκτης ανά παρτίδα παιχνιδιού
- επίπληξη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βάζω πόστα: καθορίζω την ομάδα εργατών φορτοεκφόρτωσης, καθορίζω τον φορτωτήρα εκφόρτωσης, επιπλήττω κάποιον.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πόστα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πόστα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πόστο
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)