πόστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόστα οι πόστες
      γενική της πόστας των (ποστών)
    αιτιατική την πόστα τις πόστες
     κλητική πόστα πόστες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόστα < ιταλική posta < posita

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόστα θηλυκό

  1. (γενικότερα) ταχυδρομείο
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) νομέας πλοίου
  3. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ο φορτωτήρας πλοίου που χρησιμοποιείται σε φορτοεκφόρτωση
  4. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η βάρδια - ομάδα λιμενεργατών που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση, ανά φορτωτήρα, ή κύτος (αμπάρι), επί του πλοίου ή από προβλήτα.
  5. ομάδα εργατών φορτοεκφόρτωσης τρένου, ανά συρμό ή βαγόνι
  6. τρένο διανομής ταχυδρομείου, αργό, που σταματά σε όλους τους σταθμούς
     συνώνυμα: γαλατάς
  7. το ποσό σε χρήματα ή μάρκες που καταθέτει ο χαρτοπαίκτης ανά παρτίδα παιχνιδιού
  8. επίπληξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βάζω πόστα: καθορίζω την ομάδα εργατών φορτοεκφόρτωσης, καθορίζω τον φορτωτήρα εκφόρτωσης, επιπλήττω κάποιον.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πόστα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πόστο