ταχυδρομείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχυδρομείο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταχυδρομείο ουδέτερο
- (και στον πληθυντικό) η κρατική ή δημόσια υπηρεσία που παραλαμβάνει, μεταφέρει και παραδίδει επιστολές και δέματα
- το κτήριο που στεγάζει αυτήν την υπηρεσία
- η αλληλογραφία ή τα δέματα που παραλαμβάνουμε ή αποστέλλουμε
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η υπηρεσία
το κτήριο