Μετάβαση στο περιεχόμενο

mail

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mail (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το ταχυδρομείο, το σύστημα αποστολής και παράδοσης επιστολών, δεμάτων κ.λπ.
    παράδειγμα  Drop it in the mail on your way.
    Ρίξτε το στο ταχυδρομείο στο δρόμο σου.
    παράδειγμα  by air mail - με το αεροπορικό ταχυδρομείο
    παράδειγμα  My letter is in the mail.
    Το γράμμα μου είναι στο ταχυδρομείο.
    παράδειγμα  My godmother sent my gift by mail.
    Η νονά έστειλε το δώρο μου ταχυδρομικώς.
  2. (μη μετρήσιμο) η αλληλογραφία, το ταχυδρομείο, οι επιστολές, τα δέματα κ.λπ. που αποστέλλονται και παραδίδονται
    παράδειγμα  Where is my mail?
    Πού είναι η αλληλογραφία μου;
    παράδειγμα  Do we have any mail today?
    Έχουμε αλληλογραφία σήμερα;
    παράδειγμα  Has the mail come yet?
    Μήπως ήρθε το ταχυδρομείο;
    παράδειγμα  today’s mail - το σημερινό ταχυδρομείο
    παράδειγμα  Here is your mail.
    Να το ταχυδρομείο σου.
  3. εν συντομία το e-mail
ενεστώτας mail
γ΄ ενικό ενεστώτα mails
αόριστος mailed
παθητική μετοχή mailed
ενεργητική μετοχή mailing

mail (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]