courrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
courrier | courriers |
courrier (fr) αρσενικό
- το ταχυδρομείο, το σύνολο των επιστολών κλπ., η αλληλογραφία