post office
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
post office | post offices |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
post office (en)
- το ταχυδρομείο, το κτίριο
- ↪ There is a small post office in my city.
- Υπάρχει ένα μικρό ταχυδρομείο στην πόλη μου.
- ↪ There is a small post office in my city.