Μετάβαση στο περιεχόμενο

post office

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
post office post offices

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
post office <  δείτε τις λέξεις post και office

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

post office (en)

  • το ταχυδρομείο, το κτίριο
      There is a small post office in my city.
    Υπάρχει ένα μικρό ταχυδρομείο στην πόλη μου.