post
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
post | posts |
post (en)
- ο στύλος
- η θέση
- το ταχυδρομείο
- (διαδίκτυο) η ανάρτηση (σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κλπ.)
Ρήμα[επεξεργασία]
post (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
post (en)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- post < λατινική post
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
post (eo)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
post (la)
- (με αιτιατική: πισω από κάποιον-κάτι)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
post (pl) αρσενικό
- η νηστεία
- (πληροφορική), (αργκό) η ανάρτηση (σε φόρουμ)