όπισθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όπισθεν < αρχαία ελληνική ὄπισθεν
Επίρρημα[επεξεργασία]
όπισθεν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όπισθεν θηλυκό άκλιτο
- η ταχύτητα του αυτοκινήτου που εξαναγκάζει το όχημα σε κίνηση προς τα πίσω
- αντί να βάλω την πρώτη έβαλα την όπισθεν και έτσι τράκαρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όπισθεν