φόρουμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φόρουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική forum < λατινική forum (αγορά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰworom- < *dʰwor- < *dʰwer- (θύρα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόρουμ ουδέτερο άκλιτο
- δημόσια ανοιχτή συγκέντρωση και συνομιλία για ένα ή περισσότερα θέματα
- χώρος για την παραπάνω συγκέντρωση και συνομιλία (φυσικός ή εικονικός-στο διαδίκτυο)
- (ιστορία) η ρωμαϊκή αγορά
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Ενίοτε απαντά και ο πληθυντικός (τα) φόρα
- Εκεί παρατηρήθηκε ότι οι άνθρωποι περνούν τρεις φορές περισσότερο χρόνο απ' ό,τι στις απλές διευθύνσεις, οπότε γίνονται, με τη συμμετοχή τους στα διάφορα φόρα συζητήσεων, επίλεκτα θηράματα από την πλευρά των διαφημιστών. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φόρουμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)