Μετάβαση στο περιεχόμενο

posta

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
posta < λατινική posita, θηλυκό του positus, μετοχή του ponere

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
posta poste

posta (it)