coach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coach (en)
- (μέσο μεταφορών) άμαξα (με άλογα)
- βαγόνι τρένου
- (ΗΒ) το πούλμαν
- (αθλητισμός) ο προπονητής
Ρήμα[επεξεργασία]
coach (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- coach < (άμεσο δάνειο) αγγλική coach
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coach | coachs |
coach (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός) ο προπονητής