wagon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wagon (en)
- άμαξα με τέσσερις τροχούς που τη σέρνουν άλογα
- (ΗΠΑ, Αυστραλία) ένα αυτοκίνητο τύπου station wagon
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wagon (fr) αρσενικό