wagon
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wagon (en)
- άμαξα με τέσσερις τροχούς που τη σέρνουν άλογα
- (ΗΠΑ, Αυστραλία) ένα αυτοκίνητο τύπου station wagon
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wagon (fr) αρσενικό
- το βαγόνι