σκηνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκηνικός η σκηνική το σκηνικό
      γενική του σκηνικού της σκηνικής του σκηνικού
    αιτιατική τον σκηνικό τη σκηνική το σκηνικό
     κλητική σκηνικέ σκηνική σκηνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκηνικοί οι σκηνικές τα σκηνικά
      γενική των σκηνικών των σκηνικών των σκηνικών
    αιτιατική τους σκηνικούς τις σκηνικές τα σκηνικά
     κλητική σκηνικοί σκηνικές σκηνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκηνικός < ελληνιστική κοινή σκηνικός < αρχαία ελληνική σκηνή

Επίθετο[επεξεργασία]

σκηνικός

  1. που έχει σχέση με τη σκηνή (θεάτρου κ.λπ.) ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) σκηνικό
  3. (ουσιαστικοποιημένο) σκηνικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]