σκηνικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκηνικό | τα | σκηνικά |
γενική | του | σκηνικού | των | σκηνικών |
αιτιατική | το | σκηνικό | τα | σκηνικά |
κλητική | σκηνικό | σκηνικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκηνικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκηνικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκηνικό ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σκηνή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σκηνικό