décor
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
décor | décors |
décor (fr) αρσενικό
- η διακόσμηση, το ντεκόρ, το σκηνικό, ο διάκοσμος
ενικός | πληθυντικός |
décor | décors |
décor (fr) αρσενικό