υποδιαίρεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδιαίρεση | οι | υποδιαιρέσεις |
γενική | της | υποδιαίρεσης* | των | υποδιαιρέσεων |
αιτιατική | την | υποδιαίρεση | τις | υποδιαιρέσεις |
κλητική | υποδιαίρεση | υποδιαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδιαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποδιαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποδιαίρε(σις) (< υποδιαιρῶ) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + διαίρεση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.ðiˈe.ɾe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δι‐αί‐ρε‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποδιαίρεση θηλυκό
- η διαίρεση ενός στοιχείου σε μικρότερα σε συνδυασμό με την κατηγοριοποίησή τους
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις υπό, διαιρώ, αίρεση, διά και αἰρέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποδιαίρεση
Πηγές[επεξεργασία]
- υποδιαίρεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- υποδιαίρεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)