κατηγοριοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατηγοριοποίηση οι κατηγοριοποιήσεις
      γενική της κατηγοριοποίησης* των κατηγοριοποιήσεων
    αιτιατική την κατηγοριοποίηση τις κατηγοριοποιήσεις
     κλητική κατηγοριοποίηση κατηγοριοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατηγοριοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατηγοριοποίηση < κατηγοριοποιώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατηγοριοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]