slump
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | slump |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slumps |
αόριστος | slumped |
παθητική μετοχή | slumped |
ενεργητική μετοχή | slumping |
Ρήμα
[επεξεργασία]slump (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- slump - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]slump (sv)
- η τύχη
- av en slump - κατά τύχη, τυχαία