Μετάβαση στο περιεχόμενο

slump

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας slump
γ΄ ενικό ενεστώτα slumps
αόριστος slumped
παθητική μετοχή slumped
ενεργητική μετοχή slumping

slump (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω απότομα, μειώνομαι
      Our exports slumped abruptly.
    Οι εξαγωγές μας έπεσαν απότομα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη decrease
  2. (αμετάβατο) πέφτω βαριά, σωριάζομαι
    Έπεσε σε μια καρέκλα.
      He slumped into a chair.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fall



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

slump (sv)

  • η τύχη
    av en slump - κατά τύχη, τυχαία

Συγγενικά

[επεξεργασία]