decline

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
decline declines

decline (en)

  1. πτώση, κίνηση προς τα κάτω
  2. κατωφέρεια σε δρόμο, κατωφερής πλαγιά
  3. εξασθένιση, παρακμή

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας decline
γ΄ ενικό ενεστώτα declines
αόριστος declined
παθητική μετοχή declined
ενεργητική μετοχή declining

decline (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω, γέρνω, κινούμαι καθοδικά
  2. (αμετάβατο) εξασθενώ, φθίνω, χειροτερεύω
  3. (μεταβατικό) (γραμματική) κλίνω ένα ουσιαστικό ή επίθετο ή αντωνυμία
  4. (μεταβατικό) αρνούμαι (πχ μία προσφορά, μία πρόσκληση κλπ)
     συνώνυμα: refuse