decline
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
decline | declines |
decline (en)
- πτώση, κίνηση προς τα κάτω
- κατωφέρεια σε δρόμο, κατωφερής πλαγιά
- εξασθένιση, παρακμή
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | decline |
γ΄ ενικό ενεστώτα | declines |
αόριστος | declined |
παθητική μετοχή | declined |
ενεργητική μετοχή | declining |
decline (en)
- (αμετάβατο) πέφτω, γέρνω, κινούμαι καθοδικά
- (αμετάβατο) εξασθενώ, φθίνω, χειροτερεύω
- (μεταβατικό) (γραμματική) κλίνω ένα ουσιαστικό ή επίθετο ή αντωνυμία
- (μεταβατικό) αρνούμαι (πχ μία προσφορά, μία πρόσκληση κλπ)