drop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
drop drops

drop (en)

  1. η σταγόνα
  2. η πτώση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας drop
γ΄ ενικό ενεστώτα drops
αόριστος dropped
παθητική μετοχή dropped
ενεργητική μετοχή dropping

drop (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μου πέφτω, μου ξεφεύγει
    I dropped the vase.
    Μου έπεσε το βάζο.
    Make sure you do not drop the child.
    Πρόσεξε μη σου πέσει το παιδί.
     συνώνυμα: let go
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) πέφτω από κούραση
    He dropped into a chair.
    Έπεσε σε μια καρέκλα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall
  3. μειώνομαι
  4. αφήνω κάτι, το παρατάω, δεν ασχολούμαι άλλο μαζί του
  5. σκοτώνω με πυροβόλο όπλο
  6. ρίχνω κάποιον κάτω αναίσθητο
  7. (μεταβατικό) πετάω υπαινιγμό
    I drop a hint.
    Πετώ έναν υπαινιγμό.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]