drop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
drop | drops |
drop (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | drop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drops |
αόριστος | dropped |
παθητική μετοχή | dropped |
ενεργητική μετοχή | dropping |
drop (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μου πέφτω, μου ξεφεύγει
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) πέφτω από κούραση
- μειώνομαι
- αφήνω κάτι, το παρατάω, δεν ασχολούμαι άλλο μαζί του
- σκοτώνω με πυροβόλο όπλο
- ρίχνω κάποιον κάτω αναίσθητο
- (μεταβατικό) πετάω υπαινιγμό
- ↪ I drop a hint.
- Πετώ έναν υπαινιγμό.
- ↪ I drop a hint.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- drop - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ, πέφτω