drop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drop (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
drop (en)
- πέφτω
- μειώνομαι
- αφήνω κάτι, το παρατάω, δεν ασχολούμαι άλλο μαζί του
- σκοτώνω με πυροβόλο όπλο
- ρίχνω κάποιον κάτω αναίσθητο