Μετάβαση στο περιεχόμενο

drop in

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας drop in
γ΄ ενικό ενεστώτα drops in
αόριστος dropped in
παθητική μετοχή dropped in
ενεργητική μετοχή dropping in

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
drop in <  δείτε τις λέξεις drop και in

drop in (en)

  • περνάω από κάποιον, κάνω σύντομη επίσκεψη
      He drops in frequently to see us and chat over a glass of ouzo.
    Περνάει συχνά να μας δει και να τα πούμε πίνοντας κάνα ουζάκι.
      Some friends dropped in for a cup of coffee/to see us.
    Πέρασαν κάτι φίλοι για καφεδάκι/να μας δουν.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη stop by