go down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | go down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes down |
αόριστος | went down |
παθητική μετοχή | gone down |
ενεργητική μετοχή | going down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
go down (en)
- πέφτω, η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερο
- για ένα ουράνιο σώμα, δύω, γυρίζω
- κάτι πάει κάτω, καταπίνω
- ↪ This pill won't go down.
- Αυτό το χάπι δεν πάει κάτω.
- ↪ This pill won't go down.
- πηγαίνω, κάποιος ή κάτι δεν εντυπωσίασε ή εντυπωσίασε καλά
Πηγές[επεξεργασία]
- go down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, πηγαίνω