go down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας go down
γ΄ ενικό ενεστώτα goes down
αόριστος went down
παθητική μετοχή gone down
ενεργητική μετοχή going down

Ετυμολογία [επεξεργασία]

go down < → δείτε τις λέξεις go και down

Ρήμα[επεξεργασία]

go down (en)

  1. πέφτω, η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερο
    The temperature is going down.
    Η θερμοκρασία πέφτει.
    Our profits went down this year.
    Τα κέρδη μας έπεσαν φέτος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decline
  2. για ένα ουράνιο σώμα, δύω, γυρίζω
    The sun today will go down at 7:15.
    Ο ήλιος σήμερα θα δύσει στις 7:15.
    The sun is going down.
    Ο ήλιος γύρισε.
     συνώνυμα: set
  3. κάτι πάει κάτω, καταπίνω
    This pill won't go down.
    Αυτό το χάπι δεν πάει κάτω.
  4. πηγαίνω, κάποιος ή κάτι δεν εντυπωσίασε ή εντυπωσίασε καλά
    He didn’t go down well with her parents.
    Δεν τα πήγα καλά με τους γονείς της.
     συνώνυμα: go over

Πηγές[επεξεργασία]