cool

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cool < αγγλοσαξονική cōl < πρωτογερμανική *kōlaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gel- (κρύος)

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός cool
συγκριτικός cooler
υπερθετικός coolest

cool (en)

  1. δροσερός, κρυώνω, που είναι μέτρια κρύος
    Your coffee will get cool.
    Θα κρυώσει ο καφές σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cold
  2. ψύχραιμος, χαλαρός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calm
  3. (προφορικό) αυτός που προκαλεί δέος και θαυμασμό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας cool
γ΄ ενικό ενεστώτα cools
αόριστος cooled
παθητική μετοχή cooled
ενεργητική μετοχή cooling

cool (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρυώνω, ψύχω, δροσίζω, κάνω κάτι πιο κρύο ή γίνομαι περισσότερο κρύο
    Blow on the soup to cool it.
    Φύσα τη σούπα να κρυώσει.
    Put the wine in the fridge to cool.
    Βάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει.
    The weather is starting to cool.
    Ο καιρός άρχισε να κρυώνει.
     συνώνυμα:  chill, cool down και cool off
  2. (αμετάβατο) πέφτω, κρυώνω, γίνομαι πιο ήρεμος, λιγότερο ενθουσιασμένος ή λιγότερο ενθουσιώδης
    His enthusiasm/anger hasn't cooled yet.
    Δεν έπεσε ακόμα ο ενθουσιασμός/θυμός του.
    His love/friendship seems to have cooled.
    Η αγάπη/φιλία του φαίνεται να κρύωσε.
     συνώνυμα: cool down, → και δείτε τη λέξη decline

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]