cool
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cool < αγγλοσαξονική cōl < πρωτογερμανική *kōlaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gel- (κρύος)
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | cool |
συγκριτικός | cooler |
υπερθετικός | coolest |
cool (en)
- δροσερός
- ψύχραιμος, χαλαρός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cool-headed
- (λαϊκότροπο) αυτός που προκαλεί δέος και θαυμασμό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cool |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cools |
αόριστος | cooled |
παθητική μετοχή | cooled |
ενεργητική μετοχή | cooling |
cool (en)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- cool (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω