cool

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cool < αγγλοσαξονική cōl < πρωτογερμανική *kōlaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gel- (κρύος)

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός cool
συγκριτικός cooler
υπερθετικός coolest

cool (en)

  1. δροσερός, κρυώνω, που είναι μέτρια κρύος
    cool water - δροσερό νερό
    a cool dress - δροσερό φόρεμα
    It’s cool under the trees.
    Είναι δροσερά κάτω από τα δέντρα.
    Today was relatively cool compared to yesterday.
    Σήμερα είχαμε σχετική δροσιά σε σύγκριση με τη χτεσινή μέρα.
    Your coffee will get cool.
    Θα κρυώσει ο καφές σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cold
  2. (ανεπίσημο) καταπληκτικός, χρησιμοποιείται για να δείξω ότι θαυμάζω ή εγκρίνω κάποιον ή κάτι επειδή είναι μοντέρνο, ελκυστικό και συχνά διαφορετικό
    It’s a cool movie.
    Είναι καταπληκτική η ταινία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
  3. (ανεπίσημο) θαυμάσιος, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μου αρέσει
    It would be cool if you could come.
    Θα ήταν θαυμάσιο αν ερχόσουν.
  4. (ανεπίσημο) πολύ ωραία, τέλεια, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι εγκρίνω κάτι ή συμφωνώ με μια πρόταση
    -“Can you come at ten thirty tomorrow?” -“Yeah, that’s cool.”
    -«Μπορείς να έρθεις στις δέκα και μισή αύριο;» -«Ναι πολύ ωραία
    -“We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.” -“Cool!”
    -«Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.» -«Τέλεια
    I was surprised that she got the job, but I’m cool with it.
    Ξαφνιάστηκα που πήρε τη θέση, αλλά δε με νοιάζει κιόλας.
  5. ψύχραιμος, ήρεμος, ατάραχος
    I am remaining cool.
    Παραμένω ψύχραιμος.
    a cool-headed driver - ψύχραιμος οδηγός
    He kept a cool head.
    Διατήρησε την ψυχραιμία του.
    a cool character - ήρεμος χαρακτήρας
    They stayed cool.
    Έμειναν ατάραχοι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calm
  6. ψυχρός, όχι φιλικό, ενδιαφέρον ή ενθουσιώδες
    They gave him a cool reception.
    Του έκαναν ψυχρή υποδοχή.
  7. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) ολόκληρος, στρογγυλός, χρησιμοποιείται για ένα ποσό για να τονίσει πόσο μεγάλο είναι
    I walked a cool 30 miles in a day!
    Περπάτησα 30 ολόκληρα μίλια σε μια μέρα!
    It cost me a cool million.
    Μου κόστισε ένα στρογγυλό εκατομμύριο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cool (en) (μόνο ενικός)

  • η δροσιά
    in the cool of the evening - στη βραδινή δροσιά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας cool
γ΄ ενικό ενεστώτα cools
αόριστος cooled
παθητική μετοχή cooled
ενεργητική μετοχή cooling

cool (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρυώνω, ψύχω, δροσίζω, κάνω κάτι πιο κρύο ή γίνομαι περισσότερο κρύο
    Blow on the soup to cool it.
    Φύσα τη σούπα να κρυώσει.
    Put the wine in the fridge to cool.
    Βάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει.
    The weather is starting to cool.
    Ο καιρός άρχισε να κρυώνει.
     συνώνυμα:  chill, cool down και cool off
  2. (αμετάβατο) πέφτω, κρυώνω, γίνομαι πιο ήρεμος, λιγότερο ενθουσιασμένος ή λιγότερο ενθουσιώδης
    His enthusiasm/anger hasn't cooled yet.
    Δεν έπεσε ακόμα ο ενθουσιασμός/θυμός του.
    His love/friendship seems to have cooled.
    Η αγάπη/φιλία του φαίνεται να κρύωσε.
     συνώνυμα: cool down, → και δείτε τη λέξη decrease

Παράγωγα

[επεξεργασία]