cold

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cold (en)

To have a cold : συναχώνομαι.
It's cold! : κάνει κρύο.
I'm cold : κρυώνω.

Επίθετο[επεξεργασία]

cold (en)

A cold drink : δροσερό ποτό, αναψυκτικό.
He's cold with everyone : είναι ψυχρός με όλους.