cold

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός cold
συγκριτικός colder
υπερθετικός coldest

cold (en)

  1. κρυώνω, κρύος, θερμοκρασία χαμηλότερη από τη συνηθισμένη
    I am cold.
    Κρυώνω.
    If you are cold, we should go inside.
    Αν κρυώνεις, να πάμε μέσα.
    It's cold!
    Κάνει κρύο!
     συνώνυμα:  chilly και cool
  2. κρύος, δροσερός, κρυώνω, φαγητό ή ποτό που δεν θερμαίνεται ή ψύχεται μετά το μαγείρεμα
    a cold drink - δροσερό ποτό/αναψυκτικό
    Your coffee will get cold.
    Θα κρυώσει ο καφές σου.
  3. ψυχρός
    He's cold with everyone.
    Είναι ψυχρός με όλους.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cold colds

cold (en)

  1. (μετρήσιμο) το συνάχι, το κρυολόγημα, το κρύωμα
    I have/I catch a cold.
    Έχω/κολλάω συνάχι.
    It looks like I have a cold coming on.
    Μου φαίνεται ότι θα με πιάσει συνάχι.
    I am catching a cold.
    Αρπάζω κρύωμα.
    I have a cold.
    Συναχώνομαι.
    You will catch a cold if you go out without a coat.
    Θα κρυώσεις αν βγεις χωρίς παλτό.
     συνώνυμα:  chill και common cold
  2. (μη μετρήσιμο) το κρύο

Πηγές[επεξεργασία]