cold
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cold (en)
- To have a cold : συναχώνομαι.
- It's cold! : κάνει κρύο.
- I'm cold : κρυώνω.
Επίθετο[επεξεργασία]
cold (en)
- A cold drink : δροσερό ποτό, αναψυκτικό.
- He's cold with everyone : είναι ψυχρός με όλους.