κρυολόγημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρυολόγημα τα κρυολογήματα
      γενική του κρυολογήματος των κρυολογημάτων
    αιτιατική το κρυολόγημα τα κρυολογήματα
     κλητική κρυολόγημα κρυολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυολόγημα < κρυολογώ [κρύο+λόγος]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρυολόγημα ουδέτερο

  • η μεταδοτική αρρώστια που προκαλείται από ιό, με συμπτώματα συνάχι, βήχα, πονόλαιμο και χαμηλή θερμοκρασία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]