sink
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sink (en)
- ο νιπτήρας
- ο νεροχύτης
- (επιστημονικός όρος) η έξοδος, σημείο ή συστατικό απορροής (για οτιδήποτε: ηλεκτρικού ρεύματος, πληροφορίας κτλ.)
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ο δέκτης, ο αποδέκτης σήματος, πληροφορίας, δεδομένων[1]
- συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) Sk [1]
- information sink (αποδέκτης πληροφορίας), data sink (αποδέκτης δεδομένων)[1]
- ≈ συνώνυμα: receiver
- ≠ αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) transmitter, (πληροφορική) source
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | sink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sinks |
αόριστος | sank, sunk |
παθητική μετοχή | sunk, sunken |
ενεργητική μετοχή | sinking |
sink (en)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
sink στην αγγλική Βικιπαίδεια