φθινόπωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φθινόπωρο | τα | φθινόπωρα |
γενική | του | φθινόπωρου & φθινοπώρου |
των | φθινόπωρων & φθινοπώρων |
αιτιατική | το | φθινόπωρο | τα | φθινόπωρα |
κλητική | φθινόπωρο | φθινόπωρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθινόπωρο < αρχαία ελληνική φθινόπωρον φθίνω (=λιγοστεύω) + ὀπώρα (=φρούτο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φθινόπωρο ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- φθινοπωριάζει
- φθινοπώριασμα
- φθινοπωριάτικα
- φθινοπωριάτικος
- φθινοπωρινός
- → δείτε τις λέξεις φθίνω και οπώρα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
φθινόπωρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθινόπωρο