χειμώνας
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | χειμώνας | χειμώνες |
γενική | χειμώνα | χειμώνων |
αιτιατική | χειμώνα | χειμώνες |
κλητική | χειμώνα | χειμώνες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειμώνας < αρχαία ελληνική χειμών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειμώνας αρσενικό
- μία από τις εποχές του έτους
- Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάνας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο ο χειμώνας. (Χρ. Χρηστοβασίλης "Διηγήματα της Ξενιτειάς", 1907)
- (μεταφορικά) ο κακός καιρός, η κακοκαιρία
- Έπιασε χειμώνας Μάη μήνα!
- (κατ’ επέκταση) οι δυσκολίες
- Μα για το Δάφνη και τη Χλόη έρχεται χειμώνας πιο πικραμένος κι από τον πόλεμο.
- τα γηρατειά (με τις ηλικίες ανά εποχές, π.χ. την εφηβεία και τα νιάτα να ταυτίζονται με την άνοιξη)
- τρόπος να μετράει κάποιος το χρόνο, τη διάρκεια
- Πέρασαν δυο καλοκαίρια κι ένας χειμώνας
- Ήλθεν ένας χειμώνας, ήλθεν ένα καλοκαίρι, ήλθεν άλλος χειμώνας, ήλθεν άλλο καλοκαίρι, ο Στεφανάκης τους έστελνεν από τα Χριστούγεννα εις την Λαμπρή... (Αλεξ. Μωραϊτίδης, "Διηγήματα", 1921)
- Ενω, εάν αριθμή τις, ως εγώ εις την παρούσαν ιστορίαν, κατά θέρη και χειμώνας, υπολογίζων έκαστον θέρος και έκαστον χειμώνα ως ισοδυναμούντα προς ήμισυ έτος, θα εύρη ότι ο πρώτος ούτος πόλεμος διήρκεσε δέκα θέρη και δέκα χειμώνας. (Θουκυδίδης, Πελοποννησιακός Πόλεμος, Ε20, μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου)
[επεξεργασία]
- αποχείμωνα
- αποχείμωνο
- χειμωνιάτικος
- χειμωνιάτικα
- χειμερία
- χειμερινός
- χειμάζομαι
- χειμαδιό
- χειμωνιάζει
- το χειμωνικό
- χειμωνανθός
- καταχείμωνο
- βαρυχειμωνιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειμώνας