χειμωνιάζει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειμωνιάζει < χειμώνας +-ιάζει
Ρήμα[επεξεργασία]
χειμωνιάζει
- (απρόσωπο ρήμα) έρχεται ο χειμώνας, αρχίζουν τα κρύα
χειμωνιάζει