arrive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | arrive |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | arrives |
αόριστος | arrived |
παθητική μετοχή | arrived |
ενεργητική μετοχή | arriving |
Ρήμα[επεξεργασία]
arrive (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
arrive (fr)
- α' και γ' πρόσωπο ενικού οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος arriver
- β' πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του ρήματος arriver