Μετάβαση στο περιεχόμενο

reach

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹiːt͡ʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
reach reaches

reach (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η απόσταση στην οποία μπορώ να απλώσω τα χέρια μου για να αγγίξω κάτι· η απόσταση στην οποία ένα συγκεκριμένο αντικείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αγγίξει κάτι άλλο
      The shot was well beyond the goalkeeper’s reach.
    Το σουτ ήταν σε μέρος που δεν μπορούσε να το φτάσει καθόλου ο τερματοφύλακας.
      Keep this bottle out of the reach of children.
    Φύλαξε αυτό το μπουκάλι σε μέρος που να μην το φθάνουν τα παιδιά.
      I want to have my reference books within my reach.
    Θέλω να έχω τα βοηθήματά μου κοντά μου.
      I want to have my cellphone within easy reach/within arm’s reach.
    Θέλω να έχω το κινητό μου να μπορώ να το φτάνω εύκολα.
      This boxer has a long reach.
    Αυτός ο πυγμάχος έχει μακρύ χέρι.
      He got it with a long reach.
    Το πήρε απλώνοντας το χέρι του όσο έφτανε.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η εμβέλεια, η ισχύς, η ικανότητα, η έκταση στην οποία κάποιος ή κάτι έχει τη δύναμη ή την επιρροή να κάνει κάτι
      The brand now has global reach.
    Η μάρκα έχει πλέον παγκόσμια εμβέλεια.
      The company has now overtaken its main rival in terms of size and reach.
    Η εταιρεία έχει πλέον ξεπεράσει τον κύριο αντίπαλό της όσον αφορά το μέγεθος και την εμβέλεια.
      Such matters are beyond the reach of the law.
    Τέτοια ζητήματα βρίσκονται πέρα από την ισχύ του νόμου.
      Victory is now out of her reach.
    Η νίκη είναι πλέον έξω από την ικανότητά της.
      The cars became within everyone’s reach.
    Τα αυτοκίνητα έγιναν προσιτά σε όλους.
  3. (συνήθως πληθυντικός) το τμήμα, ευθύ τμήμα νερού ανάμεσα σε δύο στροφές σε ένα ποτάμι
      This is one of the most beautiful reaches of the Thames.
    Αυτή είναι ένα από τα πιο όμορφα τμήματα του Τάμεση.
      They live near the upper reaches of the river.
    Ζουν κοντά στα ανώτερα τμήματα του ποταμού.
  4. (μόνο πληθυντικός) τα όρια, τα μέρη μιας περιοχής ή ενός τόπου που απέχουν πολύ από το κέντρο
      They are aliens from the outer reaches of space.
    Είναι εξωγήινοι από τα εξωτερικά όρια του διαστήματος.
      This goes beyond the reaches of human understanding. (μεταφορικά)
    Αυτό ξεπερνάει τα όρια των ανθρώπινων αντιλήψεων.
  5. (μόνο πληθυντικός) τα κλιμάκια, οι θέσεις, τα ανώτερα ή κατώτερα τμήματα ενός οργανισμού, ενός συστήματος κ.λπ
      She works in the upper reaches of the civil service.
    Εργάζεται στα ανώτερα κλιμάκια της δημόσιας διοίκησης.
      Many clubs in the lower reaches of the league are in financial difficulty.
    Πολλά σωματεία στις χαμηλότερες θέσεις της λίγκας αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες.
ενεστώτας reach
γ΄ ενικό ενεστώτα reaches
αόριστος reached
παθητική μετοχή reached
ενεργητική μετοχή reaching

reach (en)

  1. (μεταβατικό) φτάνω στο μέρος που ταξιδεύω
      After two hours they reached a river.
    Ύστερα από δυο ώρες έφτασαν σ' ένα ποτάμι.
  2. (μεταβατικό) φτάνω σε, τραβώ την προσοχή κάποιου
      Your letter reached me yesterday.
    Το γράμμα σας έφτασε στα χέρια μου χτες.
  3. (μεταβατικό) φτάνω σε, ανέρχομαι σε, αυξάνω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, ταχύτητα κτλ. σε μια χρονική περίοδο
      His income reaches five figures.
    Το εισόδημά του φτάνει σε πενταψήφιο αριθμό.
      The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
    Η αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο απροχώρητο.
      The visitors to the fair reached 50,000 in total.
    Οι επισκέπτες της έκθεσης ανήλθαν συνολικά σε 50.000.
  4. (μεταβατικό) φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή στάδιο κάτι μετά από ένα χρονικό διάστημα
      We reached page 40.
    Φτάσαμε στη σελίδα 40.
      When I reach fifty…
    Όταν φτάσω τα πενήντα…
  5. (μεταβατικό) φτάνω, πετυχαίνω έναν συγκεκριμένο στόχο
      He had a very hard time but, in the end, he reached where he wanted.
    Δυσκολεύτηκε πολύ, μα στο τέλος έφτασε εκεί που ήθελε.
      We reached a compromise.
    Φτάσαμε σε συμβιβασμό.
      This goal is not reached easily.
    Αυτός ο στόχος δε φτάνεται εύκολα.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, προτείνω, απλώνω το χέρι μου προς κάτι για να το αγγίξω, να το σηκώσω κτλ.
      He reached out his hand to grab the book.
    Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το βιβλίο.
      He reached across to get his pistol.
    Άπλωσε να πάρει το πιστόλι του.
      He reached out his hand to greet me.
    Πρότεινε το χέρι του για να με χαιρετήσει.
     συνώνυμα:  extend, stretch και hold out
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) φτάνω, πιάνω, μπορώ να απλώσω το χέρι μου αρκετά για να αγγίξω κάτι, να σηκώσω κάτι κτλ.
      I can’t reach it, it’s too high.
    Δεν μπορώ να το φτάσω, είναι πολύ ψηλά.
      Can you reach the dictionary on the top shelf?
    Μπορείς να πιάσεις το λεξικό στο πάνω ράφι;
  8. (μεταβατικό) φτάνω, πιάνω, απλώνω το χέρι μου για να πάρω κάτι για κάποιον
      Can you reach that book for me?
    Μπορείς να μου φτάσεις αυτό το βιβλίο;
      I will reach it for you.
    Θα σου το πιάσω.
  9. (μεταβατικό και αμετάβατο) φτάνω, είναι αρκετά μεγάλο για να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο
      The park reaches as far as the river.
    Το πάρκο φτάνει ως το ποτάμι.
      His voice didn’t reach the back of the hall.
    Η φωνή του δεν έφτασε στο πίσω μέρος της αίθουσας.
      Her hair reached her lower back.
    Τα μαλλιά της έφταναν ως τη μέση της.
  10. (μεταβατικό) έρχομαι σε επαφή με κάποιον, επικοινωνώ με κάποιον, ειδικά μέσω τηλεφώνου
      How can I reach him?
    Πώς μπορώ να ελθώ σ' επαφή μαζί του;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη reach out

Παράγωγα

[επεξεργασία]