reach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reach (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | reach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reaches |
αόριστος | reached |
παθητική μετοχή | reached |
ενεργητική μετοχή | reaching |
reach (en)
- φτάνω
- φτάνω, απλώνω για να πιάσω κάτι
- (μεταφορικά) επικοινωνώ με