stretch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stretch | stretches |
stretch (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | stretch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stretches |
αόριστος | stretched |
παθητική μετοχή | stretched |
ενεργητική μετοχή | stretching |
stretch (en)