Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποχείμωνο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχείμωνο τα αποχείμωνα
      γενική του αποχείμωνου των αποχείμωνων
    αιτιατική το αποχείμωνο τα αποχείμωνα
     κλητική αποχείμωνο αποχείμωνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποχείμωνο < απο- + χειμώνας + -ο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.poˈçi.mo.no/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποχείμωνο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]