Μετάβαση στο περιεχόμενο

-ο

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ο < αρχαία ελληνική -ον[1]

Κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών

[επεξεργασία]

-ο (και )

  • κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών
    μήλο

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ο (& )

  1. επίθημα σύνθετων ουδέτερων ουσιαστικών
    άγριος + κουνάβι > αγριοκούναβο
  2. επίθημα των ουδέτερων των επιθέτων
    άγριο

Αναφορές

[επεξεργασία]