hiems
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hiems < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰim-, *ǵʰyem-. Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) χεῖμα, (σανσκριτικά) हिम (himá), (χεττιτικά) 𒄀𒈠𒀭 (giman), (αρμενικά) ձմեռ (jmeṙ), (πρωτοσλαβική γλώσσα) *zima
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hiems (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hiems | hiemēs |
γενική | hiemis | hiemum |
δοτική | hiemī | hiemibus |
αιτιατική | hiemem | hiemēs |
κλητική | hiems | hiemēs |
αφαιρετική | hieme | hiemibus |