sonbahar
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sonbahar < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική صوك بهار (son bahar), μέσω ανάλυσης επιφανείας son (τελευταίος) + bahar (άνοιξη) < περσική بهار (bahar, άνοιξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sonbahar (tr)