dive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dive | dives |
dive (en)
- βουτιά στο νερό, με το κεφάλι και τα χέρια μπροστά
- ↪ He made a spectacular dive from the diving board.
- Έκανε μια θεαματική βουτιά από την εξέδρα.
- ↪ Don’t do any dives here because there are rocks.
- Mην κάνεις βουτιές εδώ, γιατί έχει βράχια.
- ↪ He made a spectacular dive from the diving board.
- άλμα προς το έδαφος, με το κεφάλι
- κολύμβηση κάτω από το νερό
- ξαφνική καθοδική πορεία, αιφνίδια πτώση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | dive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dives |
αόριστος | dived, dove (αμερικανικό) |
παθητική μετοχή | dived, dove (αμερικανικό) |
ενεργητική μετοχή | diving |
dive (en)
- (αμετάβατο) βουτάω, πηδάω στο νερό με το κεφάλι και τα χέρια μου να μπαίνουν πρώτα
- ↪ I dove/dived off the boat/off the rocks.
- Βούτηξα από τη βάρκα/από τα βράχια.
- ↪ I dove/dived off the boat/off the rocks.
- (αμετάβατο) βουτάω, κολυμπάω κάτω από το νερό για να μαζέψω ή να κοιτάξω πράγματα
- ↪ I dive for sponges/pearls.
- Βουτάω για σφουγγάρια/μαργαριτάρια.
- ↪ I dive for sponges/pearls.
- (αμετάβατο) βουτάω, ένα πουλί ή ένα αεροσκάφος κατεβαίνει απότομα στον αέρα
- ↪ The swallows were rising and diving in the air.
- Τα χελιδόνια υψώνονταν και βουτούσαν στον αέρα.
- ↪ The swallows were rising and diving in the air.
- (αμετάβατο, για τιμές, θερμοκρασίες, κτλ.) πέφτω κατακόρυφα και ραγδαία
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- dive (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- dive (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 173-174. ISBN 9780194325684., λήμμα: βουτώ