dove
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dove | doves |
dove (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]dove (en)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dove > da ove
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]dove (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dove (it)
- non è chiaro il dove - δεν είναι ξεκάθαρο το πού (γίνεται κάτι)
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]dove (it)