pigeon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pigeon | pigeons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pigeon (en)
- (ορνιθολογία) το περιστέρι
- (μεταφορικά) το κορόιδο, το θύμα ή ο στόχος μιας απάτης, όπου ο απατεώνας έχει αποκτήσει πριν την εμπιστοσύνη του θύματος
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pigeon | pigeons |
pigeon (fr) αρσενικό
- (ορνιθολογία) το περιστέρι
- (μεταφορικά) το κορόιδο