plunge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | plunge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plunges |
αόριστος | plunged |
παθητική μετοχή | plunged |
ενεργητική μετοχή | plunging |
Ρήμα[επεξεργασία]
plunge (en)
- κάνω βουτιά, βουτώ
- (αμετάβατο, για τιμές, θερμοκρασίες, κτλ.) πέφτω κατακόρυφα και ραγδαία
- (μεταβατικό) ξεβουλώνω κάτι με αναρρόφηση