Μετάβαση στο περιεχόμενο

unclog

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας unclog
γ΄ ενικό ενεστώτα unclogs
αόριστος unclogged
παθητική μετοχή unclogged
ενεργητική μετοχή unclogging

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unclog < un- + clog

unclog (en)