unclog

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας unclog
γ΄ ενικό ενεστώτα unclogs
αόριστος unclogged
παθητική μετοχή unclogged
ενεργητική μετοχή unclogging

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unclog < un- + clog

Ρήμα[επεξεργασία]

unclog (en)

Πηγές[επεξεργασία]